-
1 пристальный
пристальный επίμονος· \пристальный взгляд το προσηλωμένο βλέμμα· \пристальныйое внимание η εντεταμένη προσοχή* * *при́стальный взгляд — το προσηλωμένο βλέμμα
при́стальное внима́ние — η εντεταμένη προσοχή
-
2 пристальиый
пристальи||ыйприл ἐπίμονος, διαπεραστικός, προσηλωμένος, προσεκτικός:\пристальиыйый взгляд τό προσηλωμένο βλεμ(μ)α· \пристальиыйое внимание ἡ ἐντεταμένη προσοχή.